- ἀκαμάτᾳ
- ἀκαμάτᾱͅ , ἀκάματοςwithout sense of toilfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκάματα — ἀκάματος without sense of toil neut nom/voc/acc pl ἀκάματος without sense of toil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαμάτας — ἀκαμάτᾱς , ἀκάματος without sense of toil fem acc pl ἀκαμάτᾱς , ἀκάματος without sense of toil fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαμάταν — ἀκαμάτᾱν , ἀκάματος without sense of toil fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμαντορόας — ἀκαμαντορόας, ο (Α) εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα «ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + ῥέω] … Dictionary of Greek
ακαμαντόπους — ἀκαμαντόπους ( οδος), ουν (Α) αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς «ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + πούς] … Dictionary of Greek
προκόπτω — ΝΜΑ, προκόβω και προκόφτω Ν [κόπτω / κόβω] 1. προοδεύω (α. «έβαλε μυαλό και πρόκοψε» β. «προκόψομεν οὐδέν» δεν θα προοδεύσουμε καθόλου, Αλκ.) 2. αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῑς μαθήμασι»,… … Dictionary of Greek
ԱՆՁԱՆՁՐՈՅԹ — ( ) NBH 1 0190 Chronological Sequence: 5c, 6c, 7c, 8c, 13c ա.մ. ԱՆՁԱՆՁՐՈՅԹ որ եւ ԱՆՁԱՆՁԻՐ, ԱՆՁԱՆՁՐԱՆԱԼԻ. ἁκάμας, ἁκάμαντος indefessus, infatigabilis, ἁκάματα indefesse, sine lassitudine Որ ոչն ձանձրանայ կամ թուլանայ. անխոնջ. եւ առանց ձանձրանալոյ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)